- ἐξήλειψε
- ἐξαλείφωplasteraor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμμόχθηρος — παμμόχθηρος, ον (Μ) πάρα πολύ μοχθηρός, μοχθηρότατος («τὴν παμμόχθηρον ἁμαρτίαν ἐξήλειψε», Μηναί). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μοχθηρός] … Dictionary of Greek